μεταβολικός — changeable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβολικός — ή, ό (Α μεταβολικός, ή όν) [μεταβολή] νεοελλ. ο σχετικός με τον μεταβολισμό (α. «μεταβολική αντίδραση» β. «μεταβολική νόσος») 2. β) «βασικός μεταβολικός ρυθμός» βιολ. άλλη ονομασία τού βασικού μεταβολισμού αρχ. 1. ευμετάβολος, ευμετάβλητος 2.… … Dictionary of Greek
μεταβολικά — μεταβολικός changeable neut nom/voc/acc pl μεταβολικά̱ , μεταβολικός changeable fem nom/voc/acc dual μεταβολικά̱ , μεταβολικός changeable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβολικῶν — μεταβολικός changeable fem gen pl μεταβολικός changeable masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβολικόν — μεταβολικός changeable masc acc sg μεταβολικός changeable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβολικαί — μεταβολικός changeable fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβολικοῖς — μεταβολικός changeable masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβολικοί — μεταβολικός changeable masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβολικοῦ — μεταβολικός changeable masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβολικῆς — μεταβολικός changeable fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβολικήν — μεταβολικός changeable fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)